- ἐπίθυμος
- ἐπίθυμοςdesirousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπίθυμον — a parasitic plant growing on thyme neut nom/voc/acc sg ἐπίθυμος desirous masc/fem acc sg ἐπίθυμος desirous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίθυμον — το (Α ἐπίθυμον) βοτ. 1. παρασιτικό φυτό που φυτρώνει πάνω στο θυμάρι, επίθυμον το κοινόν, δημοτ. αμπελοκλάδι, μετάξι τής αλεπούς, λύκος στους αρχαίους κουσκούτα η επίθυμος 2. γένος φυτών τής οικογένειας τών περιαλλοκαυλοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
πανεπίθυμος — ον, Α αυτός που επιθυμεί τα πάντα, ο υπερβολικά πλεονέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπιθυμῶ (πρβλ. κακ επίθυμος)] … Dictionary of Greek
παντεπίθυμος — ον, Α πανεπίθυμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἐπιθυμῶ (πρβλ. κακ επίθυμος)] … Dictionary of Greek
ἐπιθύμου — ἐπίθυμον a parasitic plant growing on thyme neut gen sg ἐπίθυμος desirous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθύμῳ — ἐπίθυμον a parasitic plant growing on thyme neut dat sg ἐπίθυμος desirous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίθυμα — that which is burnt neut nom/voc/acc sg ἐπίθυμον a parasitic plant growing on thyme neut nom/voc/acc pl ἐπίθυμος desirous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)